οκνεύω

οκνεύω
[οκνός]
(στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ.
β. «οκνεύεται και να περπατήσει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οκνεύω — και οκνεύομαι (ρ. αμτβ.), όκνεψα, γίνομαι ή είμαι οκνός, βαριέμαι, τεμπελιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”